προσφαγίζω — και προσφαΐζω Ν τρώω κάτι ως προσφάγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσφάγι / προσφάι + κατάλ. ίζω] … Dictionary of Greek
όψο — το (ΑΜ ὄψον) 1. έδεσμα, τροφή 2. καθετί που τρώγεται μαζί με το ψωμί ή το κυρίως φαγητό ως προσφάγι ή για να προκαλέσει τη διάθεση για πόση κρασίου («κρόμμυον ποτῷ ὄψον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το κρέας, σε αντιδιαστολή προς το ψωμί και τις άλλες… … Dictionary of Greek
άνοψος — ἄνοψος, ον (Α) [όψον] ο χωρίς προσφάγι … Dictionary of Greek
ανοψία — (I) ἀνοψία, η (Α) [όψον] έλλειψη ψαριών για προσφάγι. (II) η (Α ιων. ἀνοψίη) η ανικανότητα όρασης, τυφλότητα … Dictionary of Greek
ιχθύς — ο (AM ἰχθύς) 1. ψάρι, σπονδυλωτό υδρόβιο ζώο που αναπνέει με βράγχια 2. αστρον. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Ιχθύες ονομασία τού τελευταίου κατά σειρά αστερισμού τού ζωδιακού κύκλου 3. παροιμ. α) «ἄφωνος ὡς ἰχθύς» και β) «ἰχθύος ἀφωνότερος»… … Dictionary of Greek
ξερόψωμο — το 1. ψωμί ξερό, μπαγιάτικο 2. ψωμί που τρώγεται μόνο, χωρίς άλλο προσφάγι … Dictionary of Greek
οψόβαφον — ὀψόβαφον, τὸ (Α) συν. στον πληθ. τὰ ὀψόβαφα αγγεία ή λεκάνες κατάλληλα για την τοποθέτηση προμηθειών τροφίμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον + «τροφή, προσφάγι» + βάπτω (πρβλ. οξύβαφον)] … Dictionary of Greek
οψόδουλος — ὀψόδουλος, ὁ (Μ) κοιλιόδουλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, προσφάγι» + δοῡλος] … Dictionary of Greek
οψώμαι — ὀψῶμαι, άομαι (Α) [όψον] τρώω προσφάγι … Dictionary of Greek
παροψώμαι — άομαι, ΜΑ τρώω έδεσμα ή εδέσματα επί πλέον τού κύριου φαγητού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀψῶμαι «τρώω προσφάγι»] … Dictionary of Greek